Greek Meaning of over-the-hill
Υπερήλικας
Other Greek words related to Υπερήλικας
- ηλικιωμένοι
- γήρανση
- γήρανση
- ηλικιωμένοι
- παλιό
- μεγαλύτερος
- αρχαίος
- γεροντικός
- Μακρόβιο
- γερασμένος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- ενήλικας
- Εκατοντάρης
- ετοιμόρροπος
- τρέμουλο
- Ώριμος
- μεσήλικας
- ενενηντάρης
- ογδοντάρης
- αρκετά παλιό
- Υπερήλικας
- πατριαρχικός
- συνταξιούχος
- συνταξιούχος
- γεροντικός
- εβδομηντάρης
- Σπασμωδικός
- συνταξιούχος
- σεβάσμιος
- ενήλικας
- Μακρυπρόσωπος
- σε μια ορισμένη ηλικία
- γέρος/η
Nearest Words of over-the-hill
- over-the-counter medicine => Μη συνταγογραφούμενο φάρμακο
- over-the-counter market => Παράλληλη αγορά
- over-the-counter drug => Μη συνταγογραφούμενο φάρμακο
- over-the-counter => χωρίς συνταγή
- overtempt => να δελεάζω υπερβολικά
- overtedious => υπερβολικά βαρετό
- overtax => υπερφορολόγηση
- overtask => υπερβάλλω
- overtalk => Υπερμίληση
- overtaking => προσπέρασμα / προσπέραση
Definitions and Meaning of over-the-hill in English
over-the-hill (s)
too old to be useful
FAQs About the word over-the-hill
Υπερήλικας
too old to be useful
ηλικιωμένοι,γήρανση,γήρανση,ηλικιωμένοι,παλιό,μεγαλύτερος,αρχαίος,γεροντικός,Μακρόβιο,γερασμένος
Νεαρός,νεανικός,Έφηβος,Αθάνατος,Πράσινο,Ανώριμος,άπειρος,ανήλικος,ανήλικος,παιδαριώδης
over-the-counter medicine => Μη συνταγογραφούμενο φάρμακο, over-the-counter market => Παράλληλη αγορά, over-the-counter drug => Μη συνταγογραφούμενο φάρμακο, over-the-counter => χωρίς συνταγή, overtempt => να δελεάζω υπερβολικά,