Greek Meaning of over-the-counter

χωρίς συνταγή

Other Greek words related to χωρίς συνταγή

Definitions and Meaning of over-the-counter in English

Wordnet

over-the-counter (a)

purchasable without a doctor's prescription

Wordnet

over-the-counter (s)

(of securities) not traded on a stock exchange

FAQs About the word over-the-counter

χωρίς συνταγή

purchasable without a doctor's prescription, (of securities) not traded on a stock exchange

μάχη,μάχη,αντιτίθεμαι,μάχη,Αντιμετωπίζω,ανταγωνίζομαι (με),αντιστέκομαι,Ματαιώνω,αντέχω,μπερδεύω

πρόοδος,καλλιεργώ,ενθαρρύνω,μπροστά,αναθρέφω,εφεξής,προωθώ,κατοικώ,συνήγορος,Επιστροφή‌

overtempt => να δελεάζω υπερβολικά, overtedious => υπερβολικά βαρετό, overtax => υπερφορολόγηση, overtask => υπερβάλλω, overtalk => Υπερμίληση,