Greek Meaning of centenarian
Εκατοντάρης
Other Greek words related to Εκατοντάρης
- γήρανση
- γήρανση
- ηλικιωμένοι
- γεροντικός
- ενενηντάρης
- ογδοντάρης
- μεγαλύτερος
- γερασμένος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- εβδομηντάρης
- ηλικιωμένοι
- αρχαίος
- Μακρόβιο
- μεσήλικας
- παλιό
- αρκετά παλιό
- Υπερήλικας
- συνταξιούχος
- συνταξιούχος
- ενήλικας
- ετοιμόρροπος
- τρέμουλο
- μητριαρχικός
- Ώριμος
- Υπερήλικας
- πατριαρχικός
- συνταξιούχος
- γεροντικός
- Σπασμωδικός
- σεβάσμιος
- ενήλικας
- γέρος/η
Nearest Words of centenarian
- centavo => σεντάβο
- centaury => κενταύριο
- centaurus => Κένταυρος
- centauromachy => κενταυρομαχία
- centaurium scilloides => Κενταύρειο το σκυλλοειδές
- centaurium minus => Τσιαντούρα
- centaurium calycosum => Κενταύρειο το αιθιοπικό
- centaurium => Κενταύριο
- centauria calcitrapa => Ασπρόγαλο
- centaurea solstitialis => κενταύρια η θερινή (Centaurea solstitialis)
- centenaries => αιώνες
- centenary => αιώνας
- centennial => Εκατονταετηρίδα
- centennial state => Πολιτεία της εκατονταετηρίδας
- centennially => εκατονταετής
- center => κέντρο
- center bit => Μύτη διάτρησης κέντρου
- center field => Μέσος της περιοχής
- center fielder => κεντρικός αμυντικός
- center for disease control and prevention => Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων
Definitions and Meaning of centenarian in English
centenarian (n)
someone who is at least 100 years old
centenarian (s)
being at least 100 years old
centenarian (a.)
Of or relating to a hundred years.
centenarian (n.)
A person a hundred years old.
FAQs About the word centenarian
Εκατοντάρης
someone who is at least 100 years old, being at least 100 years oldOf or relating to a hundred years., A person a hundred years old.
γήρανση,γήρανση,ηλικιωμένοι,γεροντικός,ενενηντάρης,ογδοντάρης,μεγαλύτερος,γερασμένος,ηλικιωμένος, -η, -ο,εβδομηντάρης
Αθάνατος,Νεαρός,νεανικός,Έφηβος,Πράσινο,Ανώριμος,ανήλικος,ανήλικος,νεανικός,άπειρος
centavo => σεντάβο, centaury => κενταύριο, centaurus => Κένταυρος, centauromachy => κενταυρομαχία , centaurium scilloides => Κενταύρειο το σκυλλοειδές,