Greek Meaning of mod
Mod
Other Greek words related to Mod
- Σύγχρονο
- τρέχων
- Σχεδιαστής
- μοντέρνος
- μοντέρνος
- νέος
- κομψό
- φουτουριστικός
- ζεστό
- τελευταίος
- μοντερνιστικός
- μοντέρνος
- καινούργιος
- σύγχρονος
- Διαστημική εποχή
- Τελευταίας τεχνολογίας
- υπερσύγχρονο
- Ενημερωμένος
- νέα εποχή
- ενημερωμένος/-η/-ο
- τι συμβαίνει
- Υψηλής τεχνολογίας
- Υψηλής τεχνολογίας
- σε
- τελευταίο
- τελευταίας εποχής
- μοντέρνος
- τώρα
- πρόσφατος
- φλογερός
- επίκαιρος
- νέας μόδας
- νέος
- ηλικιωμένοι
- αναχρονιστικός
- αρχαίος
- προκατακλυσμιαίος
- ξεπερασμένος
- αντίκα
- αρχαϊκός
- παρελθόν
- χρονολογημένος
- πρώην
- μπαγιάτικος
- ιστορικός
- ιστορικός
- πολιός
- αργά
- μουχλιασμένο
- παλιό
- παλιομοδίτικος
- παλιός
- παλαιάς κοπής
- ξεπερασμένο
- παρελθόν
- ρετρό
- σεβάσμιος
- Αιωνόβιος
- απορριφθεί
- παρωχημένος
- ο παλαιός κόσμος
- ξεπερασμένος.
- ανάδρομος
- παλιομοδίτικη
- φθαρμένος
- παρελθόν
- Αθάνατος
- αναξιοποίητος
- ξεχασμένος
- καπούτ
- απομακρυσμένος
- διαχρονικός
- μη εκσυγχρονισμένο
- καππούτ
Nearest Words of mod
Definitions and Meaning of mod in English
mod (n)
a British teenager or young adult in the 1960s; noted for their clothes consciousness and opposition to the rockers
mod (s)
relating to a recently developed fashion or style
FAQs About the word mod
Mod
a British teenager or young adult in the 1960s; noted for their clothes consciousness and opposition to the rockers, relating to a recently developed fashion or
Σύγχρονο,τρέχων,Σχεδιαστής,μοντέρνος,μοντέρνος,νέος,κομψό,φουτουριστικός,ζεστό,τελευταίος
ηλικιωμένοι,αναχρονιστικός,αρχαίος,προκατακλυσμιαίος,ξεπερασμένος,αντίκα,αρχαϊκός,παρελθόν,χρονολογημένος,πρώην
moco => Μόκο, mock-up => Μοντέλο, mockle => τεράστιος, mockish => ειρωνικός, mockingstock => Mockingstock,