Greek Meaning of new-fashioned

νέας μόδας

Other Greek words related to νέας μόδας

Definitions and Meaning of new-fashioned in English

new-fashioned

up-to-date, up-to-date sense 2, modern, made in a new fashion or form

FAQs About the word new-fashioned

νέας μόδας

up-to-date, up-to-date sense 2, modern, made in a new fashion or form

Σύγχρονο,μοντέρνος,μοντέρνος,νέος,τρέχων,Σχεδιαστής,φουτουριστικός,ζεστό,τελευταίος,μοντερνιστικός

Αιωνόβιος,αναχρονιστικός,αρχαίος,προκατακλυσμιαίος,ξεπερασμένος,αρχαϊκός,παρελθόν,χρονολογημένος,πρώην,μπαγιάτικος

newest => πιο πρόσφατο, newcomers => Οι νεοφερμένοι, newborns => Νεογνά, newbies => αρχάριοι, New York minutes => λεπτά της Νέας Υόρκης,