Greek Meaning of carded

χτενισμένος

Other Greek words related to χτενισμένος

Definitions and Meaning of carded in English

Webster

carded (imp. & p. p.)

of Card

FAQs About the word carded

χτενισμένος

of Card

εγγεγραμμένος/-η/-ο,εισαγόμενος,κατατεθέν,σημείωσε,καταγεγραμμένο,προγραμματισμένο,δεσμευμένο,καταλογισμένος,καταλογισμένος,ταξινομημένος

διαγραμμένο

cardcastle => Πύργος από τράπουλες, cardcase => Θήκη καρτών, cardboard => χαρτόνι, cardamum => κάρδαμο, cardamon => κάρδαμο,