Greek Meaning of stereoscopic
στερεοσκοπικός
Other Greek words related to στερεοσκοπικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of stereoscopic
- stereoscope => στερεοσκόπιο
- stereophony => Στερεοφωνία
- stereophonic system => Στερεοφωνικό σύστημα
- stereophonic => στερεοφωνικός
- stereo system => στερεοφωνικό σύστημα
- stereo => στερεοφωνικός
- sterculiaceae => στερκουλιοειδή
- sterculia rupestris => Sterculia rupestris
- sterculia gum => Κόμμι στερκούλιας
- sterculia foetida => Στερκούλια η δυσώδης
- stereoscopic photograph => Στερεοσκοπική φωτογραφία
- stereoscopic picture => στερεοσκοπική εικόνα
- stereoscopic vision => Στερεοσκοπική όραση
- stereoscopy => Στερεοσκοπία
- stereospondyli => stereospondyli
- stereotype => στερεότυπο
- stereotyped => στερεότυπος
- stereotypic => στερεότυπο
- stereotypical => Στερεότυπος
- stereotypically => στερεοτυπικά
Definitions and Meaning of stereoscopic in English
stereoscopic (a)
of or relating to a stereoscope
of or relating to stereoscopy
FAQs About the word stereoscopic
στερεοσκοπικός
of or relating to a stereoscope, of or relating to stereoscopy
No synonyms found.
No antonyms found.
stereoscope => στερεοσκόπιο, stereophony => Στερεοφωνία, stereophonic system => Στερεοφωνικό σύστημα, stereophonic => στερεοφωνικός, stereo system => στερεοφωνικό σύστημα,