Greek Meaning of fertilized
γονιμοποιημένος
Other Greek words related to γονιμοποιημένος
Nearest Words of fertilized
- fertilize => λιπαίνω
- fertilization membrane => Γονιμοποιητική μεμβράνη
- fertilization age => ηλικία γονιμοποίησης
- fertilization => γονιμοποίηση
- fertilizable => γονιμοποιήσιμος
- fertility rate => Ποσοστό γονιμότητας
- fertility drug => Φάρμακο γονιμότητας
- fertility => γονιμότητα
- fertilitate => γονιμότητα
- fertiliser => λίπασμα
Definitions and Meaning of fertilized in English
fertilized (imp. & p. p.)
of Fertilize
FAQs About the word fertilized
γονιμοποιημένος
of Fertilize
εμπλουτισμένο,γόνιμος,γόνιμος,έγκυος,παραγωγικός,Πολύκαρπος,πλούσιος,καρποφόρος,πολυτελής,παραγωγική
τροποποιημένο,άγονο,άκαρπος,ανίκανος,στείρος,στείρος,άκαρπος,ευνουχισμένος,στείρωση,ευνουχισμένος
fertilize => λιπαίνω, fertilization membrane => Γονιμοποιητική μεμβράνη, fertilization age => ηλικία γονιμοποίησης, fertilization => γονιμοποίηση, fertilizable => γονιμοποιήσιμος,