Greek Meaning of fertilized ovum
Γονιμοποιημένο ωάριο
Other Greek words related to Γονιμοποιημένο ωάριο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of fertilized ovum
- fertilized egg => Γονιμοποιημένο ωάριο
- fertilized => γονιμοποιημένος
- fertilize => λιπαίνω
- fertilization membrane => Γονιμοποιητική μεμβράνη
- fertilization age => ηλικία γονιμοποίησης
- fertilization => γονιμοποίηση
- fertilizable => γονιμοποιήσιμος
- fertility rate => Ποσοστό γονιμότητας
- fertility drug => Φάρμακο γονιμότητας
- fertility => γονιμότητα
Definitions and Meaning of fertilized ovum in English
fertilized ovum (n)
(genetics) the diploid cell resulting from the union of a haploid spermatozoon and ovum (including the organism that develops from that cell)
FAQs About the word fertilized ovum
Γονιμοποιημένο ωάριο
(genetics) the diploid cell resulting from the union of a haploid spermatozoon and ovum (including the organism that develops from that cell)
No synonyms found.
No antonyms found.
fertilized egg => Γονιμοποιημένο ωάριο, fertilized => γονιμοποιημένος, fertilize => λιπαίνω, fertilization membrane => Γονιμοποιητική μεμβράνη, fertilization age => ηλικία γονιμοποίησης,