Greek Meaning of fertilize
λιπαίνω
Other Greek words related to λιπαίνω
Nearest Words of fertilize
- fertilization membrane => Γονιμοποιητική μεμβράνη
- fertilization age => ηλικία γονιμοποίησης
- fertilization => γονιμοποίηση
- fertilizable => γονιμοποιήσιμος
- fertility rate => Ποσοστό γονιμότητας
- fertility drug => Φάρμακο γονιμότητας
- fertility => γονιμότητα
- fertilitate => γονιμότητα
- fertiliser => λίπασμα
- fertilise => γονιμοποιώ
Definitions and Meaning of fertilize in English
fertilize (v)
provide with fertilizers or add nutrients to
make fertile or productive
introduce semen into (a female)
fertilize (v. t.)
To make fertile or enrich; to supply with nourishment for plants; to make fruitful or productive; as, to fertilize land, soil, ground, and meadows.
To fecundate; as, to fertilize flower.
FAQs About the word fertilize
λιπαίνω
provide with fertilizers or add nutrients to, make fertile or productive, introduce semen into (a female)To make fertile or enrich; to supply with nourishment f
αυξάνω,απολυμαίνω,εμπλουτίζω,οχυρώνω,καθαρίζω,ενισχύω,ενισχύω,ενισχύω,συμπλήρωμα,καλύτερος
νοθεύω,κόβω,Αραίωση,επεκτείνω,Δαντέλα,Έδαφος,λεπτός,εξασθενώ,μολύνω,βεβηλώνω
fertilization membrane => Γονιμοποιητική μεμβράνη, fertilization age => ηλικία γονιμοποίησης, fertilization => γονιμοποίηση, fertilizable => γονιμοποιήσιμος, fertility rate => Ποσοστό γονιμότητας,