FAQs About the word sophisticate

εκλεπτυσμένος

a worldly-wise person, make less natural or innocent, practice sophistry; change the meaning of or be vague about in order to mislead or deceive, alter and make

κοσμοπολίτης,Κοσμοπολίτης,μητροπολίτης,Πολίτης,αδιάβροχο

αμόρφωτος,επαρχιακός,χωριάτης,ρουστίκ,χωριάτης

sophistical => σοφιστικός, sophistic => εκλεπτυσμένος, sophist => Σοφιστής (sophístēs), sophism => Σοφισμός, sophie tucker => Σόφι Τάκερ,