Greek Meaning of ferula
φερούλα
Other Greek words related to φερούλα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of ferula
- fertilizing => γονιμοποίηση
- fertilizer => λίπασμα
- fertilized ovum => Γονιμοποιημένο ωάριο
- fertilized egg => Γονιμοποιημένο ωάριο
- fertilized => γονιμοποιημένος
- fertilize => λιπαίνω
- fertilization membrane => Γονιμοποιητική μεμβράνη
- fertilization age => ηλικία γονιμοποίησης
- fertilization => γονιμοποίηση
- fertilizable => γονιμοποιήσιμος
Definitions and Meaning of ferula in English
ferula (n.)
A ferule.
The imperial scepter in the Byzantine or Eastern Empire.
FAQs About the word ferula
φερούλα
A ferule., The imperial scepter in the Byzantine or Eastern Empire.
No synonyms found.
No antonyms found.
fertilizing => γονιμοποίηση, fertilizer => λίπασμα, fertilized ovum => Γονιμοποιημένο ωάριο, fertilized egg => Γονιμοποιημένο ωάριο, fertilized => γονιμοποιημένος,