Greek Meaning of laid off (of)

απολυμένος (από)

Other Greek words related to απολυμένος (από)

Definitions and Meaning of laid off (of) in English

laid off (of)

No definition found for this word.

FAQs About the word laid off (of)

απολυμένος (από)

εγκαταλελειμμένος,διακοπή,έπεσε,παραιτούμαι,άφησε,έσπασε,Έπαψε,κατέληξε,τελείωσε,τελειωμένος

συνέχισε,συνέχεια,Διεξαγόμενη,κράτησε,διατηρήθηκε,συντηρημένο,πήγε,κρεμασμένο,κρεμασμένος,επέμενε

laid off => απολύω, laid into => Επιτέθηκε, laid in => τοποθετημένο, laid hold of => έπιασε, laid eyes on => Βάζω τα μάτια μου σε κάτι,