FAQs About the word conformists

Συμμορφωτές

one who conforms, following or seeking to enforce prevailing standards or customs

Ακόλουθοι,συνδιαμορφωτές,παραδοσιακοί,Συντηρητικοί,Μετριοπαθείς,τετράγωνα,Υποκριτές

παρεκκλίνοντες,ατομικιστές,Μοναχικοί,αντισυμβατικοί,μη συμμορφούμενοι,αποστάτες

conforming (to) => σύμφωνος (με), conformers => συνδιαμορφωτές, conformer => συμμορφωτής, conformed (to) => σύμφωνο με, conformed (to or with) => σύμφωνος (σε ή με),