FAQs About the word disbeliever

άπιστος

One who disbelieves, or refuses belief; an unbeliever. Specifically, one who does not believe the Christian religion.

ερωτητής,σκεπτικιστής,αμφιβάλλον,άπιστος,αγνωστικιστής,Κυνικός,Άπιστος Θωμάς,μισάνθρωπος,απαισιόδοξος,χλευαστής

εξαπατώ,Γλάρος,περιστέρι

disbelieved => απίστευτος, disbelieve => απιστία, disbelief => απιστία, disbecome => Παύω να είμαι, disbase => Disbase,