Greek Meaning of disbeliever
άπιστος
Other Greek words related to άπιστος
Nearest Words of disbeliever
- disbelieved => απίστευτος
- disbelieve => απιστία
- disbelief => απιστία
- disbecome => Παύω να είμαι
- disbase => Disbase
- disbarring => αφαίρεση άδειας άσκησης δικηγορίας
- disbarred => αποκλεισμένος από τη δικηγορία
- disbarment => διαγραφή από τον δικηγορικό σύλλογο
- disbark => ξεφλουδίζω
- disbar => Αποκλεισμός από το δικηγορικό επάγγελμα
Definitions and Meaning of disbeliever in English
disbeliever (n.)
One who disbelieves, or refuses belief; an unbeliever. Specifically, one who does not believe the Christian religion.
FAQs About the word disbeliever
άπιστος
One who disbelieves, or refuses belief; an unbeliever. Specifically, one who does not believe the Christian religion.
ερωτητής,σκεπτικιστής,αμφιβάλλον,άπιστος,αγνωστικιστής,Κυνικός,Άπιστος Θωμάς,μισάνθρωπος,απαισιόδοξος,χλευαστής
εξαπατώ,Γλάρος,περιστέρι
disbelieved => απίστευτος, disbelieve => απιστία, disbelief => απιστία, disbecome => Παύω να είμαι, disbase => Disbase,