Greek Meaning of pigeon
περιστέρι
Other Greek words related to περιστέρι
Nearest Words of pigeon
- pigeon berry => Οξύμυρτο
- pigeon breast => Στήθος περιστεριού
- pigeon droppings => περιττώματα περιστεριού
- pigeon guillemot => Αλκυόνη
- pigeon hawk => γερακίνα
- pigeon loft => Περιστερώνας
- pigeon pea => Μπιζέλι γιγάντιο
- pigeon toes => στραβόποδα
- pigeon-breasted => στήθος περιστεριού
- pigeonfoot => Περιστερά πόδια
Definitions and Meaning of pigeon in English
pigeon (n)
wild and domesticated birds having a heavy body and short legs
pigeon (n.)
Any bird of the order Columbae, of which numerous species occur in nearly all parts of the world.
An unsuspected victim of sharpers; a gull.
pigeon (v. t.)
To pluck; to fleece; to swindle by tricks in gambling.
FAQs About the word pigeon
περιστέρι
wild and domesticated birds having a heavy body and short legsAny bird of the order Columbae, of which numerous species occur in nearly all parts of the world.,
Γλάρος,αποδιοπομπαίος τράγος,θύμα,εξαπατώ,Χήνα,κουτοπόνηρος,χυμός,Απαλή επαφή,Στόχος,εργαλείο
εξαπάτηση,απατεώνας,απατεώνας,απατεώνας,Καρχαρίας,πιο κοφτερός,αδιάβροχο,απατεώνας,απατεώνας,απατεώνας
pigboat => Πλοίο των χοίρων, pig-a-back => Στο σβέρκο, pig out => Καταβροχθίζω (αργκό), pig lead => Μόλυβδος, pig laurel => δάφνη η μεζερεοειδής (Daphne mezereum),