Greek Meaning of patsy

αποδιοπομπαίος τράγος

Other Greek words related to αποδιοπομπαίος τράγος

Definitions and Meaning of patsy in English

Wordnet

patsy (n)

a person who is gullible and easy to take advantage of

FAQs About the word patsy

αποδιοπομπαίος τράγος

a person who is gullible and easy to take advantage of

εργαλείο,θύμα,εξαπατώ,Γλάρος,περιστέρι,κουτοπόνηρος,χυμός,Απαλή επαφή,Στόχος,Μπλόκχεντ

εξαπάτηση,απατεώνας,απατεώνας,απατεώνας,Καρχαρίας,πιο κοφτερός,αδιάβροχο,απατεώνας,απατεώνας,απατεώνας

patroonship => προστασία, patroon => μοτίβο, patronymical => πατρωνυμικό, patronymic => πατρώνυμο, patronym => Πατρώνυμο,