Greek Meaning of presupposing
υποθέτοντας
Other Greek words related to υποθέτοντας
- υποθέτοντας
- πιστεύων
- παροιμία
- υποθέτοντας
- εάν θεωρήσουμε
- Αποδεκτός
- τελικός
- ονειρευόμενος
- υπολογισμός
- εικασίες
- ενεχυρίαση
- φανταζόμενος
- Συμπερασμα
- επιμονή
- σκέψη
- υπόθεση
- υποθέτοντας
- ελπιδοφόρος
- επιβεβαιωτικός
- ισχυριζόμενος
- ισχυριζόμενος
- ισχυριζόμενος
- ομολογώντας
- διεκδικώντας
- δηλώνοντας
- συμπεραίνοντας
- Φανταζόμενος
- συνάντηση
- κρίνοντας
- συντηρώντας
- αντιλαμβανόμενος
- ομολογώντας
- λογαριασμός
- λήψη
- θεωρητικοποίηση
- συλλαμβάνω
- εικασία
- ανταγωνιζόμενος
- πίστωση
- προκατάληψη
- κερδοσκοπώντας
- υποθέτοντας
- υποψιαζόμενος
- υπόνοια
- Κατάποση
- θεωρώ δεδομένο
Nearest Words of presupposing
Definitions and Meaning of presupposing in English
presupposing
to require as an antecedent in logic or fact, to suppose beforehand, to take something to be true
FAQs About the word presupposing
υποθέτοντας
to require as an antecedent in logic or fact, to suppose beforehand, to take something to be true
υποθέτοντας,πιστεύων,παροιμία,υποθέτοντας,εάν θεωρήσουμε,Αποδεκτός,τελικός,ονειρευόμενος,υπολογισμός,εικασίες
απαιτητικός,αρνούμενος,άπιστος,έκπτωση,δυσφημιστική,αμφισβητώντας,καχύποπτος,αμφίβολος,ερώτηση,Απορριπτικός
presupposes => προϋποθέτει, presupposed => υποθετικό, presumptions => οι προϋποθέσεις, presuming => υποθέτοντας, presumes => υποθέτει,