Greek Meaning of hypothesizing

υπόθεση

Other Greek words related to υπόθεση

Definitions and Meaning of hypothesizing in English

hypothesizing

to adopt as a hypothesis, to make a hypothesis

FAQs About the word hypothesizing

υπόθεση

to adopt as a hypothesis, to make a hypothesis

υποθέτοντας,πιστεύων,παροιμία,σκέψη,υποθέτοντας,υποθέτοντας,Αποδεκτός,τελικός,ονειρευόμενος,υπολογισμός

απαιτητικός,αρνούμενος,άπιστος,έκπτωση,δυσφημιστική,αμφισβητώντας,καχύποπτος,αμφίβολος,ερώτηση,Απορριπτικός

hypothesized => υποτιθέμενος, hypomania => υπομανία, hypochondriacs => υποχόνδριοι, hyping => -, hypervigilant => υπερβολική επαγρύπνηση,