Greek Meaning of beating (in)
(χτύπημα)
Other Greek words related to (χτύπημα)
- προσθήκη
- κοπή
- συνενώνοντας
- ανάμιξη
- συνδυάζοντας
- δίπλωμα
- ενσωματώνοντας
- ολοκληρώνοντας
- συγχώνευση<br>
- συγχώνευση
- μίξη
- ανάμειξη
- Ανάδευση
- ρίξιμο
- Ανάμειξη
- ανάμιξη
- Ανάμιξη
- σύνθεση
- ανάμεικτος
- ανάμειξη
- ανάμειξη
- ανάμειξη
- Συγχώνευση
- σύνθετη
- Τήξη
- ένταξη
- πλέξιμο
- σύνδεση
- συνένωση
- ανάμιξη
- Σκυροδέτηση
- συγχώνευση
- γειτονικός
- γαλακτωματοποιητικό
- ομογενοποιητικό
- διαχυτός
Nearest Words of beating (in)
- beating (down) => ξύλο
- beaters => χτυπητήρια
- beat the pants off => ξυλοφορτώνω κάποιον
- beat the drum (for) => Χτυπώ το τύμπανο (για)
- beat the drum (for or about) => Χτυπώντας το τύμπανο (για ή γύρω από)
- beat one's brains out (about) => βασανίζω το μυαλό μου με κάτι
- beat off => Νικήσει
- beat it => Φύγε
- beat about the bush => Μιλάω με υπεκφυγές
- beat (up) => κτύπησε (πάνω)
- beating (into) => χτυπώντας (μέσα)
- beating (up) => ξυλοδαρμός
- beating a retreat => υποχώρηση
- beating one's brains out (about) => σπάω το κεφάλι μου (για)
- beating the drum (for or about) => Τύμπανο που χτυπά (για ή σχετικά με)
- beating the drum (for) => Χτυπώντας το τύμπανο για
- beating the pants off => χτυπώντας το παντελόνι
- beating up on => ξυλοδαρμός
- beatings => ξύλο
- beats (down) => δέρνει (αυστηρά)
Definitions and Meaning of beating (in) in English
beating (in)
No definition found for this word.
FAQs About the word beating (in)
(χτύπημα)
προσθήκη,κοπή,συνενώνοντας,ανάμιξη,συνδυάζοντας,δίπλωμα,ενσωματώνοντας,ολοκληρώνοντας,συγχώνευση<br>,συγχώνευση
διαιρών,διαχωρίζοντας,αναλύοντας,χωρίζοντας,σχίσιμο,διασπείρω,διαλυτικός,διαζύγιο,χωρισμό,ρήξη
beating (down) => ξύλο, beaters => χτυπητήρια, beat the pants off => ξυλοφορτώνω κάποιον, beat the drum (for) => Χτυπώ το τύμπανο (για), beat the drum (for or about) => Χτυπώντας το τύμπανο (για ή γύρω από),