Greek Meaning of appropriator
οικειοποιητής
Other Greek words related to οικειοποιητής
- κατάλληλο
- προσαρμοσμένο
- κατάλληλος
- καλός
- κατάλληλος
- κατάλληλος
- αποδεκτός
- επαρκής
- εφαρμόσιμο
- κατάλληλος
- ισορροπημένος
- γινόμενος
- αρμόζων
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- προκειμένου
- συναντώ
- αναγκαίος
- όμορφος
- απαιτούμενο
- δεξιά
- ικανός
- ικανός
- Ικανός
- αρμόζων
- Σύμφωνο
- Σωστό
- κόβω
- αξιοπρεπής
- ευπρεπής
- δικαιωμένο
- αρμονικός
- μόνο
- δικαιολογημένη
- kósher
- κατάλληλος
- προϋπόθεση
- σεβαστός
- νόμιμος
- ικανοποιητικός
- επισκευάσιμος
- ανεκτός
- εκπαιδευμένος
- ακατάλληλος
- ανεπαρκής
- μη εφαρμόσιμα
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- ανίκανος
- ασύmbato
- απρεπής
- άπρεπος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλο
- δυστυχισμένος
- ανάρμοστος
- ακατάλληλος
- λάθος
- αναντίστοιχος
- ανίκανος
- εσφαλμένος
- Άπειρος
- ατυχής
- ανυπόφορος
- απαράδεκτο
- ακατάλληλος
- απρεπής
- ακατάλληλος
- ανειδίκευτος
- ανικανοποίητος
- ανειδίκευτος
- άτεχνος
- ανεκπαίδευτος
- άχαρος
- Ασυμβίβαστο
- απρεπής
- ανοίκειος
- απρεπής
- ασύμβατος
Nearest Words of appropriator
- appropriative => οικειοποιητικός
- appropriation bill => Νομοσχέδιο προϋπολογισμού
- appropriation => ιδιοποίηση
- appropriating => ιδιοποίηση
- appropriateness => Καταλληλότητα
- appropriately => κατάλληλα
- appropriated => δεσμευμένο
- appropriate => κατάλληλος
- appropriament => οικειοποίηση
- appropriable => ιδιοποιήσιμο
Definitions and Meaning of appropriator in English
appropriator (n)
someone who takes for his or her own use (especially without permission)
appropriator (n.)
One who appropriates.
A spiritual corporation possessed of an appropriated benefice; also, an impropriator.
FAQs About the word appropriator
οικειοποιητής
someone who takes for his or her own use (especially without permission)One who appropriates., A spiritual corporation possessed of an appropriated benefice; al
κατάλληλο,προσαρμοσμένο,κατάλληλος,καλός,κατάλληλος,κατάλληλος,αποδεκτός,επαρκής,εφαρμόσιμο,κατάλληλος
ακατάλληλος,ανεπαρκής,μη εφαρμόσιμα,ακατάλληλος,ακατάλληλος,ανίκανος,ασύmbato,απρεπής,άπρεπος,ακατάλληλος
appropriative => οικειοποιητικός, appropriation bill => Νομοσχέδιο προϋπολογισμού, appropriation => ιδιοποίηση, appropriating => ιδιοποίηση, appropriateness => Καταλληλότητα,