Greek Meaning of service man

Σερβιτόρος

Other Greek words related to Σερβιτόρος

Definitions and Meaning of service man in English

Wordnet

service man (n)

a skilled worker whose job is to repair things

FAQs About the word service man

Σερβιτόρος

a skilled worker whose job is to repair things

στρατιώτης,πολεμιστής,μαχητής,λεγεωνάριος,Θαλάσσιος,επιδρομέας,Δασοφύλακας,στρατιώτης,Βετεράνος,Τοξότης

Πολίτης

service line => γραμμή εξυπηρέτησης, service industry => βιομηχανία υπηρεσιών, service firm => Εταιρεία παροχής υπηρεσιών, service fee => χρέωση υπηρεσίας, service entrance => Είσοδος υπηρεσίας,