Greek Meaning of furbishing
επίπλωση
Other Greek words related to επίπλωση
Nearest Words of furbishing
Definitions and Meaning of furbishing in English
furbishing (p. pr. & vb. n.)
of Furbish
FAQs About the word furbishing
επίπλωση
of Furbish
στίλβωση,τρίψιμο,λείανση,γυάλισμα,γυάλισμα,επίστρωση,σάλτσα,φινίρισμα,γλωσσική ανάλυση,άλεση
ακατέργαστος (πάνω),ανακάτεμα,τραχύτητα,Γδάρσιμο
furbisher => επιπλοποιός, furbished => επιπλωμένο, furbishable => Εξοπλίσιμος, furbish up => στολίζω, furbish => ανακαινίζω,