Greek Meaning of sanding
τρίψιμο
Other Greek words related to τρίψιμο
Nearest Words of sanding
Definitions and Meaning of sanding in English
sanding (p. pr. & vb. n.)
of Sand
FAQs About the word sanding
τρίψιμο
of Sand
γυάλισμα,Υποβολή,άλεση,στίλβωση,τρίψιμο,ακονίζω,τρίψιμο,σχεδιασμός,ράσπα,ξύσιμο
τραχύτητα,ακατέργαστος (πάνω),γρατζουνιές,χοντράνοντας
sandiness => αμμοβολή, sandhopper => αλμυροπίπηρας, sandhiller => Σάντχιλ, sandgrouse => Γαγγία, sandglass => κλεψύδρα,