Greek Meaning of sandpaper
Γυαλόχαρτο
Other Greek words related to Γυαλόχαρτο
- αρχείο
- ροκανίζω
- Σχάρα
- βόσκω
- Τρίβω
- Ψαμμοβολή
- τρίβω
- ξύνω
- Γρατζουνιά
- ξύρισμα
- τρίβω
- δάγκωμα
- τρίβω
- μασάω
- Ανεμική διάβρωση
- Διαβρώνω
- σβήνω
- διαβρώνω
- ξεφτίζω
- τάστα
- χολή
- αλέθω
- μπουκιά
- τρίφτης
- μειώνω
- σβήνω
- ακονίζω
- φοράω
- φθείρω
- σκουπίζω (μακριά)
- βλάβη
- αποσύνθεση
- αποσυντίθεμαι
- διαλύω
- τρώω
- εξαντλώ
- ακονίζω
- ακονίζω
Nearest Words of sandpaper
Definitions and Meaning of sandpaper in English
sandpaper (n)
stiff paper coated with powdered emery or sand
sandpaper (v)
rub with sandpaper
sandpaper (n.)
Paper covered on one side with sand glued fast, -- used for smoothing and polishing.
sandpaper (v. t.)
To smooth or polish with sandpaper; as, to sandpaper a door.
FAQs About the word sandpaper
Γυαλόχαρτο
stiff paper coated with powdered emery or sand, rub with sandpaperPaper covered on one side with sand glued fast, -- used for smoothing and polishing., To smoot
αρχείο,ροκανίζω,Σχάρα,βόσκω,Τρίβω,Ψαμμοβολή,τρίβω,ξύνω,Γρατζουνιά,ξύρισμα
No antonyms found.
sandor kellner => Σάντορ Κέλνερ, sandnecker => Sandnecker, sandman => Σαντμαν, sand-lot => Αμμοδοχείο, sandlot => Αγνός αγρός,