FAQs About the word scuffing (up)

Γδάρσιμο

ακατέργαστος (πάνω),ανακάτεμα,τραχύτητα

γυάλισμα,γυάλισμα,σάλτσα,γλωσσική ανάλυση,άλεση,στίλβωση,τρίψιμο,λαμπερός,λείανση,επίστρωση

scuffed (up) => φθαρμένος, scuff (up) => γρατσουνίζω (πάνω), scuds => Συνονειλυσμένο σύννεφο, scrutinizes => ερευνά, scrutinies => έλεγχοι,