FAQs About the word furbisher

επιπλοποιός

One who furbishes; esp., a sword cutler, who finishes sword blades and similar weapons.

γυάλισμα,Τρίβω,λείο,μπάφερ,γυαλίζω,Παλτό,φόρεμα,Γυαλάδα,αλέθω,άμμος

τραχύς (πάνω),τραχύς,Ρούχο,γρατσουνίζω (πάνω)

furbished => επιπλωμένο, furbishable => Εξοπλίσιμος, furbish up => στολίζω, furbish => ανακαινίζω, furbelowing => φουρό,