Greek Meaning of modernizer
εκσυγχρονιστής
Other Greek words related to εκσυγχρονιστής
Nearest Words of modernizer
- modernizing => εκσυγχρονίζω
- modernly => σύγχρονα
- modernness => μοντερνισμός
- modest => σεμνός
- modest moussorgsky => Μοντέστ Μουσόργκσκι
- modest mussorgsky => Μοντέστ Μουσόργκσκι
- modest petrovich moussorgsky => Μοντέστ Πετρόβιτς Μουσόργκσκι
- modest petrovich mussorgsky => Μοντέστ Πέτροβιτς Μουσόργκσκι
- modestly => μετριοπαθώς
- modestness => μετριοφροσύνη
Definitions and Meaning of modernizer in English
modernizer (n.)
One who modernizes.
FAQs About the word modernizer
εκσυγχρονιστής
One who modernizes.
Επανασχεδιασμός,επαναδημιουργία,βελτιστοποιώ,ενημέρωση,εκσυγχρονίζω,ανακατασκευάζω,ανασχεδιάζω,ανακαίνιση,αναθεωρώ,επαναεργασία
No antonyms found.
modernized => μοντέρνος, modernize => εκσυγχρονίζω, modernization => εκσυγχρονισμός, modernity => Μοντερνισμός, modernistic => μοντερνιστικός,