Greek Meaning of sinfully
αμαρτωλά
Other Greek words related to αμαρτωλά
Nearest Words of sinfully
- sing (out) => τραγουδάω (δυνατά)
- single (out) => (επιλέγω) μοναδικό
- single taxes => ενιαίοι φόροι
- singled (out) => μονήρη (επιλεγμένος)
- singles (out) => ξεχωρίζει (έξω)
- singling (out) => Επισημαίνοντας (έξω)
- sings => τραγουδάει
- sink one's teeth into => βάζω τα δόντια μου σε κάτι
- sinkholes => βόθρος
- sinking one's teeth into => βυθίζω τα δόντια μου σε κάτι
Definitions and Meaning of sinfully in English
sinfully
such as to make one feel guilty, marked by or full of sin, tainted with, marked by, or full of sin
FAQs About the word sinfully
αμαρτωλά
such as to make one feel guilty, marked by or full of sin, tainted with, marked by, or full of sin
κακά,πονηρά,Ανήθικα,απρεπώς,ανήθικα,αγενώς,ακάθαρτα,λαγνικά,αισχρά,επιθυμητικά
αγνά,αθώα,μετριοπαθώς,ηθικά,σωστά,αποκλειστικά,δίκαια,ευσυνείδητα,αξιοπρεπώς,ευπρεπώς
sinfonietta => συμφωνιέτα, sinew(s) => τένοντας, sine quibus non => απαραίτητη προϋπόθεση, sine qua nons => Sine qua non, sincerities => ειλικρίνεια,