Greek Meaning of priggishly
καθωσπρέπει
Other Greek words related to καθωσπρέπει
Nearest Words of priggishly
Definitions and Meaning of priggishly in English
priggishly (r)
in a priggish manner
FAQs About the word priggishly
καθωσπρέπει
in a priggish manner
αξιοπρεπώς,Με τυπικότητα,σωστά,Πολύ σεμνά,ηθικά,αποκλειστικά,αγνά,ευπρεπώς,αθώα,μετριοπαθώς
κακά,αμαρτωλά,πονηρά,Ανήθικα,ακάθαρτα,απρεπώς,ανήθικα,αγενώς,λαγνικά,αισχρά
priggish => μωροφιλόδοξος, prig => Υποκριτής, priest-penitent privilege => εξομολόγηση, priestly => ιερατικός, priestlike => ιερατικός,