FAQs About the word priggishly

καθωσπρέπει

in a priggish manner

αξιοπρεπώς,Με τυπικότητα,σωστά,Πολύ σεμνά,ηθικά,αποκλειστικά,αγνά,ευπρεπώς,αθώα,μετριοπαθώς

κακά,αμαρτωλά,πονηρά,Ανήθικα,ακάθαρτα,απρεπώς,ανήθικα,αγενώς,λαγνικά,αισχρά

priggish => μωροφιλόδοξος, prig => Υποκριτής, priest-penitent privilege => εξομολόγηση, priestly => ιερατικός, priestlike => ιερατικός,