Greek Meaning of unequivocally

αναμφίβολα

Other Greek words related to αναμφίβολα

Definitions and Meaning of unequivocally in English

Wordnet

unequivocally (r)

in an unambiguous manner

FAQs About the word unequivocally

αναμφίβολα

in an unambiguous manner

σίγουρα,σαφώς,τα περισσότερα,τέλεια,προφανώς,αναμφισβήτητα,ολοκληρωτικά,απόλυτα,τρομερά,σίγουρα

μόλις,άρρωστος,ποτέ,όχι,κανένας,τίποτα,πουθενά,σπάνια,κοντά,με τίποτα

unequivocal => αναμφισβήτητος, unequity => ανισότητα, unequitable => άδικο, unequipped => ανεξάρτητος, unequalness => ανισότητα,