FAQs About the word unerringly

ασφαλώς

without making errorsIn an unerring manner.

άψογος,Αλάθητος,τέλειο,αξιόπιστος,αξιόπιστος,αξιόπιστος,άψογος,Άμεμπτος,βέβαιος,Χωρίς σφάλματα

ελαττωματικός,αλάθητος,ελαττωματικός,ελαττωματικό,ατελής,αναξιόπιστος

unerring => αλάθητος, unerasable => ανεξίτηλος, unequivocalness => αναμφίβολη, unequivocally => αναμφίβολα, unequivocal => αναμφισβήτητος,