FAQs About the word reformly

μεταρρυθμιστική

In the manner of a reform; for the purpose of reform.

No synonyms found.

No antonyms found.

reformist => μεταρρυθμιστής, reformism => μεταρρυθμισμός, re-forming => μεταρρύθμιση, reformer => μεταρρυθμιστής, re-formed => Μεταρρυθμισμένο,