Greek Meaning of enclasped
αγκαλιασμένος
Other Greek words related to αγκαλιασμένος
- αγκάλιασμα
- Αγκαλιάστηκε
- σφίγγω στην αγκαλιά μου
- προσκολλήθηκε
- θρυμματισμένος
- αγκαλιάστηκε
- διπλωμένος
- άρπαξε
- άρπαξε
- πραγματοποιήθηκε
- τεταμένος
- Τυλιγμένο
- στηθoυμένη
- σταθεροποιημένο
- αγκαλιασμένος
- περιτριγυρισμένος
- περικυκλωμένος
- μπλεγμένος
- επικαλυμμένος
- περιτυλιγμένος
- διπλωμένος
- χαϊδεύω
- σφιχτό
- κλειδωμένο
- φωλιασμένος
- χαϊδεύω
- χάιδεψε
- χαϊδεμένος
- Στοργικός
- εγκεφαλικό επεισόδιο
- σε σχήμα πλεξούδας
Nearest Words of enclasped
Definitions and Meaning of enclasped in English
enclasped
to seize and hold
FAQs About the word enclasped
αγκαλιασμένος
to seize and hold
αγκάλιασμα,Αγκαλιάστηκε,σφίγγω στην αγκαλιά μου,προσκολλήθηκε,θρυμματισμένος,αγκαλιάστηκε,διπλωμένος,άρπαξε,άρπαξε,πραγματοποιήθηκε
No antonyms found.
enciphering => κρυπτογράφηση, enciphered => Κρυπτογραφημένο, enchantresses => μάγισσες, enchantments => γοητείες, enchanters => μάγοι,