Greek Meaning of irreconcilable

ασυμβίβαστος

Other Greek words related to ασυμβίβαστος

Definitions and Meaning of irreconcilable in English

Wordnet

irreconcilable (a)

impossible to reconcile

Webster

irreconcilable (a.)

Not reconcilable; implacable; incompatible; inconsistent; disagreeing; as, irreconcilable enemies, statements.

FAQs About the word irreconcilable

ασυμβίβαστος

impossible to reconcileNot reconcilable; implacable; incompatible; inconsistent; disagreeing; as, irreconcilable enemies, statements.

ανταγωνιστικός,αντιθετική,Αντιφατικό,αντιφατικός,διαμετρικός,ασυνεπής,αντίθετος,αντίθετο,αντίποδας,αντιποδικός

σαν,συμβιβάσιμος,παρόμοιος,Συμφωνία,συγγενής,συμβατός,όμοιοσχήμοιος,συνεπής,Σύμφωνο,αρμονικός

irreconcilability => Δυσσυμβατότητα, irrecognizable => αγνώριστος, irrecognition => μη αναγνώριση, irreclaimable => ανεπανόρθωτος, irreceptive => Αντίθετος,