Greek Meaning of irreality

μη πραγματικότητα

Other Greek words related to μη πραγματικότητα

Definitions and Meaning of irreality in English

Wordnet

irreality (n)

the state of being insubstantial or imaginary; not existing objectively or in fact

FAQs About the word irreality

μη πραγματικότητα

the state of being insubstantial or imaginary; not existing objectively or in fact

Φαντασία,μη πραγματικότητα,φαντασία,φαντασία,Ονειροπόληση,φανταχτερός,μυθοπλασία,Υπερρεαλισμός

πραγματικότητα,γεγονός,ουσιαστικότητα,πραγματικότητα,αυθεντικότητα,πραγματικότητα,αλήθεια,γνησιότητα,αλήθεια

irrawaddy river => ποταμός Ιραουάντι, irrawaddy => Ιραβάδι, irrationalness => ανορθολογισμός, irrationally => _άλογα_, irrationality => ανορθολογισμός,