Greek Meaning of intercommunication
διασύνδεση
Other Greek words related to διασύνδεση
Nearest Words of intercommunication
- intercommunicate => αλληλοεπικοινωνώ
- intercommunicable => αλληλοεπικοινωνήσιμος
- intercommuned => επικοινώνησαν μεταξύ τους
- intercommune => διαδημοτικός
- intercommoning => αλληλοβοσκός
- intercommoned => συγκοινωνούντα μεταξύ τους
- intercommonage => κοινό αγριόχορτο
- intercommon => αμοιβαία κοινό
- intercoming => θυροτηλέφωνο
- intercombat => μάχη
- intercommunication system => Ενδοεπικοινωνιακό σύστημα
- intercommuning => διακοινωνία
- intercommunion => Διακοινωνία
- intercommunity => διακοινοτικός
- intercomparison => Ενδοσύγκριση
- intercondylar => μεσοκονδύλιος
- intercondyloid => διακονδύλιος
- interconnect => διασύνδεσης
- interconnected => Αλληλένδετος
- interconnectedness => Διασυνδεσιμότητα
Definitions and Meaning of intercommunication in English
intercommunication (n)
mutual communication; communication with each other
intercommunication (n.)
Mutual communication.
FAQs About the word intercommunication
διασύνδεση
mutual communication; communication with each otherMutual communication.
εμπόριο,επικοινωνία,Θεία Κοινωνία,Επαφή,αγγίζω
No antonyms found.
intercommunicate => αλληλοεπικοινωνώ, intercommunicable => αλληλοεπικοινωνήσιμος, intercommuned => επικοινώνησαν μεταξύ τους, intercommune => διαδημοτικός, intercommoning => αλληλοβοσκός,