Greek Meaning of correctly

σωστά

Other Greek words related to σωστά

Definitions and Meaning of correctly in English

Wordnet

correctly (r)

in an accurate manner

FAQs About the word correctly

σωστά

in an accurate manner

κατάλληλα,σωστά,κατάλληλα,καθήκοντος,κατάλληλα,ευτυχισμένος,δεξιά,ορθά,κατάλληλα,καλά

ακατάλληλα,ακατάλληλα,λανθασμένα,εσφαλμένα,ασύμβατα,απαράδεκτα,Δυστυχώς,ανικανοποιητικά,ακατάλληλα,αδέξια

corrective => Διπλωματικός, correctitude => ορθότητα, corrections => διορθώσεις, correctional rehabilitation => διορθωτική αποκατάσταση, correctional institution => "Σωφρονιστικό ίδρυμα",