Greek Meaning of corrections

διορθώσεις

Other Greek words related to διορθώσεις

Definitions and Meaning of corrections in English

Wordnet

corrections (n)

the department of local government that is responsible for managing the treatment of convicted offenders

the social control of offenders through a system of imprisonment and rehabilitation and probation and parole

FAQs About the word corrections

διορθώσεις

the department of local government that is responsible for managing the treatment of convicted offenders, the social control of offenders through a system of im

τροποποιήσεις,τροποποιήσεις,διορθώσεις,τροποποιήσεις,προσθήκες,προσαρμογές,ενισχύσεις,διευκρινίσεις,Κοψίματα,διαγραφές

αθωώσεις,αμνηστίες,εξαιρέσεις,Απαλλαγές,Ανοσίες,αποζημιώσεις,συγχώρεση,Στίχοι,Εκδόσεις,δικαιώσεις

correctional rehabilitation => διορθωτική αποκατάσταση, correctional institution => "Σωφρονιστικό ίδρυμα", correction => Διόρθωση, corrected => διορθωμένο, correctable => διορθώσιμο,