Greek Meaning of hollering

φώναγμα

Other Greek words related to φώναγμα

Definitions and Meaning of hollering in English

Wordnet

hollering (n)

a very loud utterance (like the sound of an animal)

FAQs About the word hollering

φώναγμα

a very loud utterance (like the sound of an animal)

παραπονούμενος,στεναγμός,μουρμούρισμα,φωνάζω,παράπονο,βέλασμα,επικριτικός,γαυγισμός,κλάμα,γκρινιάρης

Αποδεκτός,λαλητός,απολαυστικός,αγαλλίαση,λήψη,χειροκροτώντας,ρουλεμάν,επευφημώντας,ανθεκτικός,ανεκτικός

holler out => φωνάζω δυνατά, holler => φωνάζω, hollands => Ολλανδοί, hollandish => ολλανδικά, hollander => Ολλανδός,