Greek Meaning of disperser

Διασπορέας

Other Greek words related to Διασπορέας

Definitions and Meaning of disperser in English

Webster

disperser (n.)

One that disperses.

FAQs About the word disperser

Διασπορέας

One that disperses.

εξαφανίζω,διαλύω,διαλύω,ξεθωριάζω,διασκορπίζω,αποσυναρμολογώ,διαλύω,αποκλίνω,διαίρεση,εξατμίζω

συγκεντρώνω,συναντώ,συγκεντρώνω

disperseness => διασπορά, dispersed phase => διασκορπισμένη φάση, dispersed particles => Διασκορπισμένα σωματίδια, dispersed => διασκορπισμένος, disperse => διασπείρω,