Greek Meaning of atomization
αεριοποίηση
Other Greek words related to αεριοποίηση
- αποσύνθεση
- διάχυση
- διασπορά
- διασπορά
- πόλωση
- διασκόρπιση
- Τμηματοποίηση
- υποδιαίρεση
- διοίκηση
- κατανομής
- διχοτόμηση
- αποσυναρμολόγηση
- Ακρωτηριασμός
- διανομή
- Διαζύγιο
- Απομόνωση
- διαχωρισμός
- αποζημίωση απόλυσης
- διακλάδωση
- παραβίαση
- χωρισμός
- διάσπαση
- διάλυση
- κατακερματισμός
- Κλασματοποίηση
- διαμέρισμα
- ρήξη
- Σχίσμα
- διχοτόμηση
- απομόνωση
- Αποχωρισμός
- κατάσχεση
- διαχωρίζω
Nearest Words of atomization
Definitions and Meaning of atomization in English
atomization (n)
separating something into fine particles
annihilation by reducing something to atoms
atomization (n.)
The act of reducing to atoms, or very minute particles; or the state of being so reduced.
The reduction of fluids into fine spray.
FAQs About the word atomization
αεριοποίηση
separating something into fine particles, annihilation by reducing something to atomsThe act of reducing to atoms, or very minute particles; or the state of bei
αποσύνθεση,διάχυση,διασπορά,διασπορά,πόλωση,διασκόρπιση,Τμηματοποίηση,υποδιαίρεση,διοίκηση,κατανομής
ένωση,ενοποίηση,συνδικαλιστική οργάνωση,συσσωμάτωση,συναρμολόγηση,συνημμένο αρχείο,συνδυασμός,Σύνδεσμος,σύνδεση,ενοποίηση
atomistical => Ατομικός, atomistic theory => ατομική θεωρία, atomistic => ατομικιστικός, atomist theory => ατομική θεωρία, atomist => ατομιστής,