Greek Meaning of atonal

άτονος

Other Greek words related to άτονος

Definitions and Meaning of atonal in English

Wordnet

atonal (a)

characterized by avoidance of traditional western tonality

FAQs About the word atonal

άτονος

characterized by avoidance of traditional western tonality

δυσάρεστος,μεταλλικός,εκτός τόνου,ηχηρός,άτονος,δυσάρεστος,Βροντερός,ηχηρός,συγκρουόμενο,δυσαρμονικός

αρμονικός,μελωδικός,μελωδικός,μιούζικαλ,συντονισμένος,γλυκό,μελωδικός,ευχάριστος,ελκυστικός,Χορδότα

atonable => εξιλέσιμος, aton => εξιλεώνω, atomy => άτομο, atomology => ατομολογία, atomizer => ατμοποιητής,