Greek Meaning of fractionalizing

Κλασματοποίηση

Other Greek words related to Κλασματοποίηση

Definitions and Meaning of fractionalizing in English

fractionalizing

to break up into parts or sections

FAQs About the word fractionalizing

Κλασματοποίηση

to break up into parts or sections

υποδιαιρών,σχίσιμο,αποσυνθέτειν,Διαχωρισμός,αποσυσχέτιση,αποσύνδεσης,αποσυντιθέμενος,διατομή,διαχωρισμός,αποσυνδέοντας

συναρμολόγηση,ανάμιξη,συνδυάζοντας,σύζευξη,ανάμειξη,συνδεόμενο,συσσωρεύοντας,Σύνδεση,συνδέω,υποχρεωτικός

fractionalized => κλασματικός, fractionalize => κατακερματίζω, fractionalization => κατακερματισμός, fracases => αποτυχίες, foys => αγόρια,