Greek Meaning of segmenting
τμηματοποίηση
Other Greek words related to τμηματοποίηση
- υποδιαιρών
- σχίσιμο
- Διαχωρισμός
- αποσυσχέτιση
- αποσύνδεσης
- διατομή
- αποσυνδέοντας
- διαιρών
- μισός
- διαμερισμός
- στρατωνισμός
- επίλυση
- διαχωρίζοντας
- διαχωρισμός
- σχίση
- διακλαδίζεται
- Κατακερματισμός
- υποδιαίρεση
- αποσυνθέτειν
- αποσυντιθέμενος
- διαχωρισμός
- διάρρηξη
- διαχωρισμός
- διαλυτικός
- διαχωριστικός
- διαζύγιο
- κάταγμα
- μονωτικός
- χωρισμό
- τράβηγμα
- διακλαδιζόμενος
- σχίσιμο
- σκίσιμο
- ρήξη
- διαχωρίζοντας
- Δάκρυα
- τριχοτόμηση
- αναλύοντας
- χωρίζοντας
- Αποσύνδεση
- αποσυναρμολόγηση
- Κλασματοποίηση
- κατακερματισμός
- Απόσχιση
- απόσυνδεση
- απόσυνδεση
- απόζευξη
- σπάσιμο
- κόβοντας
- αποσπώντας
- αποσύνδεσης
- ξεμπέρδεμα
- μονωτικό
- ρήξη
- σχίσιμο
- απομονώνοντας
- αποθήκευση
- αποδέσμευση
- θραυσματισμός
- Τμηματοποίηση
- ξετύλιγμα
Nearest Words of segmenting
Definitions and Meaning of segmenting in English
segmenting
a part cut off from a geometric figure by a line, the finite part of a line between two points in the line, one of the constituent parts into which a body, entity, or quantity is divided or marked off by or as if by natural boundaries, the area of a circle bounded by a chord and an arc of that circle, the part of a sphere cut off by a plane or included between two parallel planes, a part of a straight line included between two points, a portion cut off from a geometric figure by one or more points, lines, or planes, the part of a circle enclosed by a chord and an arc, any of the parts into which a thing is divided or naturally separates, to separate into segments, to cause to undergo segmentation by division or multiplication of cells, a separate piece of something
FAQs About the word segmenting
τμηματοποίηση
a part cut off from a geometric figure by a line, the finite part of a line between two points in the line, one of the constituent parts into which a body, enti
υποδιαιρών,σχίσιμο,Διαχωρισμός,αποσυσχέτιση,αποσύνδεσης,διατομή,αποσυνδέοντας,διαιρών,μισός,διαμερισμός
συναρμολόγηση,Σύνδεση,ανάμιξη,συνδυάζοντας,ανάμειξη,συνδεόμενο,συσσωρεύοντας,συνδέω,υποχρεωτικός,τσιμεντοποίηση
segmentations => τμηματοποιήσεις, seethes => βράζει, seesaws => κούνιες, seesawed => ταλαντεύτηκε, sees red => βλέπει κόκκινα,