Greek Meaning of peruser

αναγνώστης

Other Greek words related to αναγνώστης

Definitions and Meaning of peruser in English

Webster

peruser (n.)

One who peruses.

FAQs About the word peruser

αναγνώστης

One who peruses.

διαβάζω,Περιήγηση,κριτική,Σάρωση,Μελέτη,συλλαμβάνω,κατανοώ,αποκρυπτογραφώ,καταβροχθίζω,βουτάω (μέσα)

No antonyms found.

perused => μελετήθηκαν, peruse => ανασκοπώ, perusal => Εξέταση, perule => Φλοιός, perulae => perulae,