Greek Meaning of digging (through)

(σκάψιμο) μέσα από

Other Greek words related to (σκάψιμο) μέσα από

Definitions and Meaning of digging (through) in English

digging (through)

No definition found for this word.

FAQs About the word digging (through)

(σκάψιμο) μέσα από

αναζήτηση,κυνήγι (μέσω),ταξινόμηση (μέσω),χτένισμα,εκβάθυνση,εξετάζω,εξερεύνηση,εύρημα,ερευνώντας,εντοπισμός

κρύβοντας,Χάνοντας,Εγκατάλειψη,αγνοώντας,παραμελώ

digging (into) => σκάψιμο (μέσα), digging (away) => σκάψιμο (μακριά), digests => χωνεύει, digestifs => χωνευτικά, digestif => Χωνευτικό,