FAQs About the word looking over

κοιτάζοντας πάνω από

to inspect or examine especially in a cursory way, to inspect or examine usually in a hurried or careless way

ματιά (προς),σάρωση,Περιήγηση,βούτηγμα,αναστροφή,φύλλωμα

να μελετάει ενδελεχώς (πάνω από),σπουδάζει

looking out for => προσπαθώντας να, looking on => κοιτάζοντας, looking forward to => προσμένω, looking down one's nose (on) => Να κοιτάω κάποιον με απαξίωση (σε), looking down one's nose (at) => περιφρόνηση για κάποιον,