Greek Meaning of looking on
κοιτάζοντας
Other Greek words related to κοιτάζοντας
- βλέποντας
- χασμουρητό
- χαζεύω
- κοιτώντας επίμονα
- εκτυφλωτικός
- αναζητώντας
- peering
- σχετικά
- επίμονο βλέμμα
- προβολή
- κοιτάζοντας
- παρατηρώντας
- επόμενος
- γουρλώνοντας
- φρούρηση
- παρακολούθηση
- παρατηρώντας
- αντιλαμβανόμενος
- χαζεύω στα ατυχήματα
- βλέποντας
- σπουδάζει
- ξύπνιος
- Φύλαξη
- παρακολούθηση
- ακολουθώ
- κατασκοπεύοντας
- κλεφτή
- ρίχνω μια ματιά
- κοιτάζω
- κοιτώντας
- Κατασκοπεία
Nearest Words of looking on
- looking forward to => προσμένω
- looking down one's nose (on) => Να κοιτάω κάποιον με απαξίωση (σε)
- looking down one's nose (at) => περιφρόνηση για κάποιον
- looking down (on) => βλέποντας προς τα κάτω
- looking down (on or upon) => κοιτάζοντας προς τα κάτω (πάνω ή προς)
- looking daggers => κοιτάζω κάποιον με μαχαίρια
- looking after => φροντίζω
- looking (toward) => προς
- looking (on or upon) => κοιτάζοντας
- looking (into) => κοιτάζω (προς)
Definitions and Meaning of looking on in English
looking on
watch sense 3b
FAQs About the word looking on
κοιτάζοντας
watch sense 3b
βλέποντας,χασμουρητό,χαζεύω,κοιτώντας επίμονα,εκτυφλωτικός,αναζητώντας,peering,σχετικά,επίμονο βλέμμα,προβολή
κλείσιμο του ματιού,τρεμοπαίζοντας
looking forward to => προσμένω, looking down one's nose (on) => Να κοιτάω κάποιον με απαξίωση (σε), looking down one's nose (at) => περιφρόνηση για κάποιον, looking down (on) => βλέποντας προς τα κάτω, looking down (on or upon) => κοιτάζοντας προς τα κάτω (πάνω ή προς),