Greek Meaning of digressions
παρεκβάσεις
Other Greek words related to παρεκβάσεις
Nearest Words of digressions
- digressiveness => παρέκβαση
- digs (through) => ανασκαφές (μέσα από)
- dikes => φράγματα
- diktat => Υπαγόρευση
- diktats => υπαγορεύσεις
- dilate (on or upon) => διευρύνω (στο ή στο)
- dilated (on or upon) => διεσταλμένος (επί ή επί)
- dilating (on or upon) => διαστολή (επί ή επί)
- dilemmas => Διλήμματα
- dilettantes => ερασιτέχνες
Definitions and Meaning of digressions in English
digressions
the act or an instance of leaving the main subject in an extended written or verbal expression of thought, a going aside
FAQs About the word digressions
παρεκβάσεις
the act or an instance of leaving the main subject in an extended written or verbal expression of thought, a going aside
εφαπτόμενες,παρεκβάσεις,περιφράσεις,εκδρομές,εκδρομή,εκδρομές,παρένθεση
No antonyms found.
digressionary => παρεκβατικός, dignifies => τιμά, digging out => ανασκαφή, digging in => σκάψιμο, digging (through) => (σκάψιμο) μέσα από,