FAQs About the word digressions

παρεκβάσεις

the act or an instance of leaving the main subject in an extended written or verbal expression of thought, a going aside

εφαπτόμενες,παρεκβάσεις,περιφράσεις,εκδρομές,εκδρομή,εκδρομές,παρένθεση

No antonyms found.

digressionary => παρεκβατικός, dignifies => τιμά, digging out => ανασκαφή, digging in => σκάψιμο, digging (through) => (σκάψιμο) μέσα από,